- χρυσόχρους
- -ουν, και χρυσόχροος, -ον, ΜΑχρυσόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -χρους (< χρώς* «χρώμα»), πρβλ. χαλκό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγγολίνος — Κοινή ονομασία των ειδών που αποτελούν τη μικρή τάξη των λεπιδωτών ή φολιδωτών, του γένους μάνης (manis). Τα θηλαστικά αυτά, διαδεδομένα σε περιοχές της Αφρικής και της νότιας Ασίας, χαρακτηρίζονται από την επένδυσή τους με χοντρά κερατοειδή… … Dictionary of Greek
χρυσόχροον — χρυσόχροος gold coloured masc/fem acc sg χρυσόχροος gold coloured neut nom/voc/acc sg χρῡσόχροον , χρυσόχρους masc/fem acc sg χρῡσόχροον , χρυσόχρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχρουν — χρῡσόχρουν , χρυσόχρους masc/fem acc sg χρῡσόχρουν , χρυσόχρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόχρους — αὐτόχρους, ουν (AM) ι. αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα 2. μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. αμβλυόχρους, πυρόχρους, χρυσόχρους κ.ά.] … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
γοβιοί — (gobius).Γένος ψαριών της οικογένειας των γοβιιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 200 είδη, τα οποία υπάρχουν άφθονα στις ακτές και στους ποταμούς της Μεσογείου και κυρίως στις τροπικές περιοχές. Δεν πρέπει ωστόσο να γίνεται σύγχυση του γένους γ.… … Dictionary of Greek
δικαία — (dicaea). Γένος πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών, ιθαγενών της Αυστραλίας, της Ιάβας, της Νέας Γουινέας και των νησιών της Σούνδης. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 50 είδη, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η δ. η φλογώδης, που ζει στην Ιάβα … Dictionary of Greek
κιτονία ή χρυσοκάνθαρος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων, το οποίο μαζί με άλλα συγγενή γένη ανήκε στην ομάδα των ανθόβιων και φυτοφάγων σκαραβαίων. Στο στάδιο του τέλειου εντόμου οι κ. τρέφονται με άνθη, καρπούς και οφθαλμούς φυτών –προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους κήπους και … Dictionary of Greek